-
1 δια-τινάσσω
δια-τινάσσω, durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχϑαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαϑρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.
-
2 διατινασσω
1) расшатывать, разносить в щепы(σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.)
2) качать, мотать(κάρα ἄνω κάτω Eur.)